παρευδοκιμῶ

παρευδοκιμῶ
παρευδοκιμέω
surpass in fame
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
παρευδοκιμέω
surpass in fame
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
παρευδοκιμέω
surpass in fame
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
παρευδοκιμέω
surpass in fame
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρευδοκιμώ — έω, ΜΑ υπερτερώ έναντι κάποιου ως προς την ισχύ, τη φήμη και τη δόξα μσν. φρ. «παρευδοκιμοῡμαι παρά τινι» ευνοούμαι πάρα πολύ από κάποιον …   Dictionary of Greek

  • παρευδοκίμησις — ἡ, Α [παρευδοκιμώ] 1. η υπεροχή κάποιου ως προς την εύνοια, τη φήμη ή την τιμή έναντι άλλου 2. λοιδορία, κακολογία 3. υποτίμηση, καταφρόνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”